- ἀμαλλεῖον
- ἀμαλλ-εῖον, τό,A sheaf-band, Call.Com.3 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμαλλείον — ἀμαλλεῖον, το (AM) [ἄμαλλα] σχοινί ή ταινία, με τα οποία δένουν δεμάτια σταχυών (χερόβολα) … Dictionary of Greek
ἀμαλλεῖον — sheaf band neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαλλείῳ — ἀμαλλεῖον sheaf band neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμαλλα — ἄμαλλα, η (Α) 1. δεμάτι από θερισμένα στάχυα, το χερόβολο 2. σιτάρι 3. το σχοινί με το οποίο δένονται τα χερόβολα, το δέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό παράγωγο, που σχηματίζεται από επαυξημένο με λ θέμα τού ρημ. ἀμῶμαι (ἀμῶ ΙΙ* άω) «συγκεντρώνω,… … Dictionary of Greek
αμάλλιον — ἀμάλλιον, το (Μ) [ἄμαλλα] το αμαλλείον … Dictionary of Greek